Прецедент στα ελληνικά
Μετάφραση: прецедент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προηγούμενο, θήκη, υπόθεση, περιστατικό, βαλίτσα, προηγουμένου, προηγούμενο που, προηγούμενου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брод στα ελληνικά - πέρασμα, περαστικός, Ford, της Ford, η Ford, τη Ford
- будить στα ελληνικά - τηλεφωνώ, ξεσηκώνω, κλήση, ξυπνώ, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ...
- буйствовать στα ελληνικά - λυσσομανώ, φουντώνω, μανία, αποκτώ, οργή, παίρνω, τρέχω, ...
- десятеричный στα ελληνικά - denary
Τυχαίες λέξεις
Прецедент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προηγούμενο, θήκη, υπόθεση, περιστατικό, βαλίτσα, προηγουμένου, προηγούμενο που, προηγούμενου
Μεταφράσεις: προηγούμενο, θήκη, υπόθεση, περιστατικό, βαλίτσα, προηγουμένου, προηγούμενο που, προηγούμενου