Прибавочный στα ελληνικά
Μετάφραση: прибавочный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίσσευμα, πρόσθετος, επιπρόσθετος, πλεόνασμα, πλεονάσματος, πλεονασματική, πλεονάσματα, πλεονασμάτων
Μεταφράσεις
- артикулировать στα ελληνικά - έναρθρος, ευκρινής, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν
- балл στα ελληνικά - σημειώνω, σημαίνω, αριθμός, βαθμός, σημείο, σημείου, στοιχείο, ...
- ввергать στα ελληνικά - ρίχνω, πέταγμα, πέφτω, καταδύομαι, πετώ, βουτώ, βουτιά, ...
- доспехи στα ελληνικά - μπράτσο, ιπποσκευή, χέρι, όπλο, πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Прибавочный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίσσευμα, πρόσθετος, επιπρόσθετος, πλεόνασμα, πλεονάσματος, πλεονασματική, πλεονάσματα, πλεονασμάτων
Μεταφράσεις: περίσσευμα, πρόσθετος, επιπρόσθετος, πλεόνασμα, πλεονάσματος, πλεονασματική, πλεονάσματα, πλεονασμάτων