Λέξη: τρίβω

Σχετικές λέξεις: τρίβω

τρίβω στα αγγλικά, τρίβω συνωνυμα

Συνώνυμα: τρίβω

τρίβομαι, ξεφτώ, ξεφτίζω, φορώ, φθείρω, αντέχω, βουρτσίζω, ζεσταίνω, προστρίβομαι, προστρίβω, ερεθίζω, συγκαίομαι, ξύνω, τοποθετώ σχάρα, αλέθω, τρίζω, ακονίζω, κοπανίζω, σφυροκοπώ, ακυρώνω, σφουγγαρίζω, κονιοποιώ, κουράζω, κουράζομαι, ζυμώνω

Μεταφράσεις: τρίβω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abrade, scrub, rub, scour, frazzle, grind, chafe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fricción, friccionar, fregado, raspar, frotar, fregar, refregar, RUB, frotación, frote, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kratzen, busch, reiben, unterholz, gestrüpp, rub, Scheuer, einreiben, Unebenheit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vidange, curer, fourbir, rincer, frottent, balai, frotter, tamponner, frictionner, brousse, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raschiare, boscaglia, abradere, pulizia, fregare, strofinare, sfregamento, rub, dello sfregamento, massaggio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
real, esfregar, friccionar, safar, raspar, esfrega, rub, busílis, fricção
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaven, wrijven, aanstrijken, uitwrijven, afschaven, RUB, wrijf, oneffenheid, van RUB
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стираться, прочищать, поросль, оттирать, растирание, массировать, шлифовать, чистить, кустарник, растереть, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skure, busk, gni, rub, skrubbe, menge
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gnida, skura, frottera, abradera, gnugga, rub, gnid, skon klämmer
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hioa, raapia, kitkeä, jynssätä, kuurata, hangata, pyyhkiä, sivellä, pestä, hieroa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gnide, rub, gnid, gnider
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koště, mnout, otřít, vymýt, leštit, tření, otírat, mazat, třít, vyčištění, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szorowanie, miotła, wyszorować, pocierać, trzeć, krzak, ocierać, masować, przetrzeć, natarcie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
játékos, súrolás, dörzsölés, sikálás, RUB, dörzsölje, bökkenő, dörzsölni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalılık, çalı, ovmak, sürtünme, sürtme, ovalama, ovma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чистка, щетина, тертися, стиратися, скребти, нишпорити, здирати, звільнити, зносіть, прати, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fërkoj, fshij, fshirje, vështirësi, ngacmim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трия, триене, разтриване, разтривка, търкам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
руб, рублёў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kraapima, küürima, kratsima, hõõruma, nühkima, hõõruda, rub, hõõrduma
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brisati, švrljati, pretražiti, trljanje, čišćenje, prečistiti, trenje, šikara, tumarati, nažuljati, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nudda, Rub, nudda er
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patrinti, RUB, netrinkite, raj, rublių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atcelt, berzēt, rub, ierīvēt, kaitināt, berze
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Бришење, тријте, се фаќа, фаќа, триење
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
freca, RUB, frecati, frecați, frecare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hladit, ribati, kanál, prát, rub, Masiranje, zbadanje, drgnite, otiralne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vymyť, drhnutí, hladiť, kanál, trieť
Τυχαίες λέξεις