Прибегать στα ελληνικά
Μετάφραση: прибегать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέρετρο, προέρχομαι, επισκευή, επισκευάζω, τρέχω, ξανασυμβαίνω, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бровка στα ελληνικά - περιστόμιο, ρέλι, χείλος, σύνορο, μεθόριος, άκρη, μέτωπο, ...
- вывести στα ελληνικά - προκαλώ, συνάγω, συμπεραίνω, αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ...
- голодание στα ελληνικά - πείνα, λιμός, ασιτία, λιμοκτονία, την πείνα, λιμό
- девственность στα ελληνικά - αθωότητα, αγνότητα, παρθενιά, παρθενίας, παρθενία, την παρθενιά, την παρθενία
Τυχαίες λέξεις
Прибегать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέρετρο, προέρχομαι, επισκευή, επισκευάζω, τρέχω, ξανασυμβαίνω, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
Μεταφράσεις: θέρετρο, προέρχομαι, επισκευή, επισκευάζω, τρέχω, ξανασυμβαίνω, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό