Приверженный στα ελληνικά
Μετάφραση: приверженный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλοήθης, ήπιος, καλοκάγαθος, οπαδός, προσκολλημένα, προσκολλητικά, προσκολλημένη, προσφυόμενων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззастенчивый στα ελληνικά - ιταμός, ασύστολος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ...
- волюнтаризм στα ελληνικά - εθελοντισμού, βολονταρισμός, εθελοντισμό, εθελοντισμός, βολονταρισμό
- дешифрирование στα ελληνικά - ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας
- жмут στα ελληνικά - σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Τυχαίες λέξεις
Приверженный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλοήθης, ήπιος, καλοκάγαθος, οπαδός, προσκολλημένα, προσκολλητικά, προσκολλημένη, προσφυόμενων
Μεταφράσεις: καλοήθης, ήπιος, καλοκάγαθος, οπαδός, προσκολλημένα, προσκολλητικά, προσκολλημένη, προσφυόμενων