Привинтить στα ελληνικά
Μετάφραση: привинтить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιδώνω, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амбра στα ελληνικά - αμπάρο, ambergris, αμπερι, αμπέρι, αμπεριού
- антоний στα ελληνικά - Αντώνιος, Anthony, Αντωνίου, Αντώνης, Ο Anthony
- всматриваться στα ελληνικά - περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, ...
- джинсы στα ελληνικά - τζην, τζιν, jeans, τα τζιν
Τυχαίες λέξεις
Привинтить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιδώνω, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Μεταφράσεις: βιδώνω, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό