Привязать στα ελληνικά
Μετάφραση: привязать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, επισυνάπτω, γραβάτα, δένω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Μεταφράσεις
- аллегорический στα ελληνικά - παραστατικός, αλληγορικός, αλληγορική, αλληγορικό, αλληγορικά, αλληγορικές
- возникновение στα ελληνικά - ανατέλλω, αυξάνομαι, προέλευση, αύξηση, αρχή, γένεση, ορθώνομαι, ...
- впалый στα ελληνικά - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
- демос στα ελληνικά - demos, επιδείξεις, δήμος, δήμο, δήμου
Τυχαίες λέξεις
Привязать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, επισυνάπτω, γραβάτα, δένω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Μεταφράσεις: συνδέω, επισυνάπτω, γραβάτα, δένω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός