Прижимать στα ελληνικά

Μετάφραση: прижимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στύβω, ζουλώ, πρεσάρω, πιέζω, στριμώχνω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Прижимать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возвышение στα ελληνικά - πρήξιμο, λόφος, εξέδρα, ανάδειξη, φλεγμονή, φουσκώνω, αυξάνω, ...
  • городской στα ελληνικά - αστικός, δημοτικός, πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
  • двигаться στα ελληνικά - μετακινώ, μετακομίζω, σαλεύω, προκαταβάλλω, κινώ, αλλάζω, προβαίνω, ...
  • двугранный στα ελληνικά - δίεδρος, δίεδρες, δίεδρου, δίεδρο, δίεδρη
Τυχαίες λέξεις
Прижимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στύβω, ζουλώ, πρεσάρω, πιέζω, στριμώχνω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε