Λέξη: λοξά

Σχετικές λέξεις: λοξά

χαμογελάστε λοξά

Συνώνυμα: λοξά

κόμβος, λόξα, μονομανία, τύλιγμα, ιδιοτροπία

Μεταφράσεις: λοξά

λοξά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
askance, obliquely, sideways, oblique, slanting, skewed

λοξά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oblicuamente, oblicua, oblicuo, forma oblicua, indirectamente

λοξά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seitwärts, schief, schräg, schräg nach, sich schräg

λοξά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
obliquement, soupçonneusement, oblique, en oblique, biais, en biais

λοξά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obliquamente, obliquo, obliqua, obliqui, traverso

λοξά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
de soslaio, obliquamente, oblíqua, obliquamente para, indiretamente

λοξά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuin, schuin naar, scheef, zijdelings, zich schuin

λοξά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
косо, искоса, вкривь, криво, наклонно, косвенно, наискось, под углом

λοξά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skrått, skrå, på skrå, skjevt

λοξά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snett, sned, sig snett, snedställda

λοξά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viistosti, vinosti, vinoon, viistoon, kaltevasti

λοξά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skråt, skrå, sig skråt, på skrå, skråtstillede

λοξά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podezíravě, šikmo, sikmo, šikmo se, se šikmo

λοξά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podejrzliwie, skośnie, ukośnie, ukośnie do, się ukośnie, ukośnie w

λοξά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ferdén, ferde, rézsútosan, burkoltan, kúposán

λοξά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
obliquely, eğik, oblik, eğik olarak, meyilli

λοξά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скісно, криво, косо, скоса, похило, наклонно

λοξά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sakte, obliquely, tërthorazi, pjerrët, e pjerrët që

λοξά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
косо, под наклон, наклон, наклонено, наклонена

λοξά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нахільна, наўскасяк, нахільнай, пахіла, нахілам

λοξά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõõrdi, viltu, kaldu, viltuse, juhitakse kaldu, mis juhitakse kaldu

λοξά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podozrivo, iskosa, koso, ukoso, neizravno, koso prema

λοξά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ská, skáhallt, á ská, skáhalt, skáhalt upp

λοξά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įstrižai, įžambiai, nuožulniai, įstrižos, įstrižai į

λοξά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slīpi, ieslīpi, obliquely, ko slīpi

λοξά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
косо, накосено, накосо

λοξά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oblic, oblic în, oblică, pieziș

λοξά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poševno, postrani, prečni smeri, v prečni smeri, nagnjeno

λοξά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šikmo, uhlom, šikmé
Τυχαίες λέξεις