Прикасаться στα ελληνικά
Μετάφραση: прикасаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брошенный στα ελληνικά - εγκαταλειμμένος, ετοιμόρροπος, εγκαταλειφθεί, εγκαταλείφθηκε, εγκατέλειψε, εγκαταλελειμμένα
- верстать στα ελληνικά - φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, ...
- временщик στα ελληνικά - αγαπημένος, προσωρινά απασχολούμενος, προσωρινά εργαζόμενου, προσωρινά εργαζόμενο, προσωρινά εργαζόμενος, προσωρινά απασχολουμένου
- гальванопокрытие στα ελληνικά - ηλεκτρολυτικής, επιμετάλλωση, ηλεκτρολυτική, ηλεκτρόλυση, με ηλεκτρόλυση
Τυχαίες λέξεις
Прикасаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
Μεταφράσεις: πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε