Λέξη: επιφάνεια

Σχετικές λέξεις: επιφάνεια

επιφάνεια κυλίνδρου τύπος, επιφάνεια κύκλου, επιφάνεια κοπής, επιφάνεια κυρίων χώρων ν.4178/13 κύριας κατοικίας, επιφάνεια σφαίρας, επιφάνεια κυλίνδρου, επιφάνεια σεφέρης, επιφάνεια εργασίας, επιφάνεια σώματος, επιφάνεια ελλάδας

Συνώνυμα: επιφάνεια

θεοφάνεια, φώτα

Μεταφράσεις: επιφάνεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
surface, surface of, the surface, area, desk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emerger, sobrefaz, firme, superficie, superficie de, la superficie, superficial, de superficie
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
oberfläche, überziehen, beschichten, oberflächlich, fläche, Oberfläche, Fläche, Oberflächen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
superficiel, aire, surface, face, ressac, superficie, la surface, surface de, surfaces
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
superficiale, superficie, superficie di, di superficie, superfici
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
superfície, certamente, de superfície, superfície de, superficial, superf�ie
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oppervlakte, oppervlak, ondergrond, het oppervlak, vlak
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покрытие, поверхность, поверхности, поверхностью, поверхностного, поверхностных
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overflate, flate, dekke, overflaten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
yta, ytan, underlag
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kamara, ala, pinta, pinnallinen, verhota, pinnan, pinnalle, pinnalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overflade, overfladen, flade, overfladevand
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plocha, povrchový, hladina, povrch, povrchu, povrchové, povrchová
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tafla, nawierzchnia, powierzchnia, okolica, powierzchni, powierzchnię, powierzchnią
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
útburkolat, felületi, takarás, útburkolás, felszín, felület, felszíni, felülete
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüz, yüzey, yüzeyi, yüzeye, yüzeyinin, bir yüzey
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поверховий, поверхня, спливати, поверхню, поверхні
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sipërfaqe, sipërfaqja, sipërfaqe të, sipërfaqes, sipërfaqen
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
повърхност, повърхностен, повърхностно, повърхностна, повърхностните
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паверхню, паверхня
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pind, pindmine, pinna, pinnale, pinnal, pinda
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
površinu, ploha, prizemna, poravnati, površini, površina, površine, površinski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirborð, Surface, yfirborði, yfirborðið, yfirborðinu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
superficies
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paviršius, paviršiaus, paviršių, paviršinio, paviršiumi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virsma, virsmas, virsmu, virszemes, virsmai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
површината, површина, површински, површинските, површинска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suprafaţă, suprafață, suprafata, de suprafață, suprafața, suprafeței
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
površina, površine, površinske, površinska, površino
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povrch, hladina, Plocha, povrchu

Στατιστικά δημοτικότητας: επιφάνεια

Τυχαίες λέξεις