Приковывать στα ελληνικά
Μετάφραση: приковывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραβάτα, δένω, αλυσίδα, ρίζα, καδένα, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Μεταφράσεις
- апельсиновый στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
- боец στα ελληνικά - άνδρας, πολεμιστής, ιδιαίτερος, άνθρωπος, ιδιωτικός, επανδρώνω, στρατιώτης, ...
- вкрапленный στα ελληνικά - ενταγμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο, ενσωματωμένες, ριζωμένους
- дезактивация στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, απορρύπανσης, την απολύμανση, απορρύπανση
Τυχαίες λέξεις
Приковывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραβάτα, δένω, αλυσίδα, ρίζα, καδένα, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Μεταφράσεις: γραβάτα, δένω, αλυσίδα, ρίζα, καδένα, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη