Прикосновение στα ελληνικά
Μετάφραση: прикосновение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πινελιά, ρεγάλο, επαφή, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, καλκάνι, αιχμή, αγγίζω, αφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банальность στα ελληνικά - πεζότητα, κοινός, σαχλαμάρα, κοινοτυπία, κοινοτοπία, κοινοτυπίας, κοινοτοπίας, ...
- бекас στα ελληνικά - μπεκατσίνι, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, σκολοπακίδων
- доедать στα ελληνικά - τρώω, τρώνε, τρώνε μέχρι, φάει έως, φάει μέχρι, φάει επάνω
- жаропрочный στα ελληνικά - ανθεκτικά στη θερμότητα, ανθεκτικό στη θερμότητα, πυρίμαχο, θερμοανθεκτικά, ανθεκτική στη θερμότητα
Τυχαίες λέξεις
Прикосновение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πινελιά, ρεγάλο, επαφή, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, καλκάνι, αιχμή, αγγίζω, αφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
Μεταφράσεις: πινελιά, ρεγάλο, επαφή, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, καλκάνι, αιχμή, αγγίζω, αφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε