Прикрасить στα ελληνικά

Μετάφραση: прикрасить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψαλιδίζω, διακοσμώ, κομψός, λουσάρω, κλαδεύω, κουρεύω, καλλωπίζω, εξωραΐσει, στολίζουν, κοσμούν, ομορφαίνουν, ομορφύνω
Прикрасить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амбулаторный στα ελληνικά - περιπατητικός, εξωτερικά ιατρεία, στα εξωτερικά ιατρεία, εξωτερικών ασθενών, εξωτερικής παραμονής, εξωτερικούς ασθενείς
  • бонами στα ελληνικά - φράγματα, δοράτια, βραχίονες, βραχιόνων, πλωτά φράγματα
  • возлежание στα ελληνικά - θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος
  • достигнуть στα ελληνικά - διασφαλίζω, φτάνω, εδραιώνω, κατορθώνω, ασφαλής, ασφαλίζω, αποκτώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Прикрасить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, διακοσμώ, κομψός, λουσάρω, κλαδεύω, κουρεύω, καλλωπίζω, εξωραΐσει, στολίζουν, κοσμούν, ομορφαίνουν, ομορφύνω