Прилагать στα ελληνικά
Μετάφραση: прилагать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασχίζω, επισυνάπτω, περικλείω, συνδέω, αιτούμαι, προσπαθώ, εσωκλείω, αυξάνω, συμπλήρωμα, εφαρμόζω, βάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздрагивать στα ελληνικά - υποχωρώ, ανατριχίλα, ξεκίνημα, αρχίζω, τουρτουρίζω, ξεκινώ, πηδώ, ...
- выделения στα ελληνικά - άφεση, εκροή, εκπυρσοκρότηση, απολύω, κατανομή, κατανομής, χορήγηση, ...
- горелка στα ελληνικά - καυστήρας, καυστήρα, του καυστήρα, εγγραφής, καυστήρων
- груда στα ελληνικά - μαζικός, συσκευάζω, ανάχωμα, στοίβα, κατακλύζω, μάζα, συσσώρευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Прилагать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασχίζω, επισυνάπτω, περικλείω, συνδέω, αιτούμαι, προσπαθώ, εσωκλείω, αυξάνω, συμπλήρωμα, εφαρμόζω, βάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Μεταφράσεις: πασχίζω, επισυνάπτω, περικλείω, συνδέω, αιτούμαι, προσπαθώ, εσωκλείω, αυξάνω, συμπλήρωμα, εφαρμόζω, βάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν