Λέξη: εύσωμος

Συνώνυμα: εύσωμος

μεγαλόσωμος, χονδρός, σωματώδης, χοντρός, σθεναρός, ανδρείος, τολμηρός, παχύς, ρωμαλέος, εύρωστος

Μεταφράσεις: εύσωμος

εύσωμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stout, burly, portly, robust

εύσωμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gordo, corpulento, macizo, sólido, portly, corpulenta, voluminoso

εύσωμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beleibt, behäbig, korpulent, portly, beleibte

εύσωμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
replet, intense, épais, corpulent, costaud, gras, brave, bénitier, gros, robuste, vaillant, consistant, gaillard, solide, corsé, vigoureux, corpulente, portly, bedonnant, embonpoint

εύσωμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corpulento, portly, corpulenta, grosso

εύσωμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
história, andar, corpulento, portly, imponente, corpulenta

εύσωμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwaarlijvig, gezet, corpulent, deftig, portly, deftige, gezette, dikbuikig

εύσωμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
портер, толстяк, тучный, отважный, жирный, забористый, прочный, толстый, сильный, коренастый, плотный, дородный, решительный, сальный, крепкий, полный, дородная, осанистый

εύσωμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjekk, korpulent, obduksjonen, portly, vektige

εύσωμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korpulent, fetlagd, portly, ståtlig, bastant

εύσωμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tanakka, lihava, peloton, vanttera, roteva, Portly, tukeva

εύσωμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tyk, korpulent, portly, statelig, korpulente

εύσωμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
silný, pevnost, korpulentní, tlustý, hřmotný, statný, pevný, solidní, srdnatý, udatný, mužný, tělnatý, rozhodný, houževnatý, zavalitý

εύσωμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korpulentny, solidny, tęgi, gruby, krzepki, odżywczy, dzielny, silny, postawny, otyły, portly

εύσωμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szilárd, termetes, méltóságteljes, pocakos, testes, kövér

εύσωμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iriyarı, şişman, yapılı, portly, iri yapılı, iri yarı

εύσωμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цупкий, товстий, щільний, кремезний, міцний, огрядний

εύσωμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shëndoshë, i mbushur, i rëndë

εύσωμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
едър, внушителен, представителен, пълен, солиден

εύσωμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мажны, сыты

εύσωμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turske, jäme, Toetav, tüseda, Tanakka, kogukale

εύσωμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pun, zdrav, razvijen, krupan, debeo, jak, krepak, hrabar, naočit, dostojanstven, solidan

εύσωμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
digur, portly

εύσωμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stuomeningas, Dostojny, Korpulents, kūningas, apkūnus

εύσωμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
korpulents, tukls, pilnīgs

εύσωμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
солиден

εύσωμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corpolent, corpolentul, solid, portly, masiv

εύσωμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
solidní, Naočit

εύσωμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
solídni, statný, telnatý, mohutný muž, telových
Τυχαίες λέξεις