Применение στα ελληνικά
Μετάφραση: применение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, εφαρμογή, διοικητικός, διοίκηση, αίτηση, χορήγηση, εργασία, κυβέρνηση, σχέδιο, χρησιμοποιώ, πρακτική, προσήλωση, διασκευή, άσκηση, προσαρμογή, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бренный στα ελληνικά - αδύναμος, χρονικός, κοσμικός, εγκόσμιος, φθαρτός, αναλώσιμων, αλλοιώσιμα, ...
- вдыхание στα ελληνικά - φιλοδοξία, απορρόφηση, βλέψη, εισπνοή, έμπνευση, εισπνοής, την εισπνοή, ...
- декорум στα ελληνικά - ευπρέπεια, κοσμιότητα, ευπρέπειας, ευπρέπειά, την ευπρέπεια, decorum
- дредноут στα ελληνικά - μεγάλο θωρηκτό, Dreadnought, θωρηκτό, Ατρόμητος άνθρωπος, ατρόμητο άνθρωπο
Τυχαίες λέξεις
Применение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, εφαρμογή, διοικητικός, διοίκηση, αίτηση, χορήγηση, εργασία, κυβέρνηση, σχέδιο, χρησιμοποιώ, πρακτική, προσήλωση, διασκευή, άσκηση, προσαρμογή, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
Μεταφράσεις: χρήση, εφαρμογή, διοικητικός, διοίκηση, αίτηση, χορήγηση, εργασία, κυβέρνηση, σχέδιο, χρησιμοποιώ, πρακτική, προσήλωση, διασκευή, άσκηση, προσαρμογή, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή