Примять στα ελληνικά
Μετάφραση: примять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρώνω, συνθλίβω, κοσμικός, ισοπεδώνω, ξαπλώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ισιώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсурдный στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ανεκτίμητος, τραγελαφικός, ξεθάβω, παράλογος, τερατώδης, αλλόκοτος, ...
- атмосферный στα ελληνικά - ατμοσφαιρικός, ατμοσφαιρική, ατμοσφαιρικής, την ατμοσφαιρική, ατμοσφαιρικές
- высушить στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
- заветный στα ελληνικά - κοντά, στοργικός, τρυφερός, αγαπημένες, προσφιλείς, λατρεύεται, προσφιλή, ...
Τυχαίες λέξεις
Примять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρώνω, συνθλίβω, κοσμικός, ισοπεδώνω, ξαπλώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ισιώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει
Μεταφράσεις: στρώνω, συνθλίβω, κοσμικός, ισοπεδώνω, ξαπλώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ισιώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει