Λέξη: ανυπόφορος
Σχετικές λέξεις: ανυπόφορος
ανυπόφορος συνώνυμα, ανυπόφορος πονόδοντος
Συνώνυμα: ανυπόφορος
αβάσταχτος, αφόρητος
Μεταφράσεις: ανυπόφορος
ανυπόφορος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intolerable, unbearable, insufferable, excruciating, insupportable
ανυπόφορος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insoportable, intolerable, insufrible, insufribles, insoportables
ανυπόφορος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
untragbar, unerträglich, unausstehlich, unerträglichen, unerträgliche, unerträglicher
ανυπόφορος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insupportable, intolérable, invivable, insoutenable, insupportables
ανυπόφορος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intollerabile, insopportabile, insopportabili, insufferable, insoffribile
ανυπόφορος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insuportável, intolerável, insufferable, insuportáveis, insofrível
ανυπόφορος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onduldbaar, onuitstaanbaar, onuitstaanbare, ondraaglijke, ondraaglijk
ανυπόφορος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невыносимый, каторжный, недопустимый, нетерпимый, нестерпимый, несносный, непереносимый, адский, невыносимо, невыносимым, невыносим
ανυπόφορος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utålelig, ulidelig, ufordragelige, uutholdelig, ulidelige
ανυπόφορος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
outhärdlig, insufferable, olidlig, outhärdligt, outhärdliga
ανυπόφορος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sietämätön, kestämätön, insufferable, sietämätöntä, sietämättömällä, sietämättömän
ανυπόφορος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulidelig, utålelig, ulidelige, utålelige, antagonistisk
ανυπόφορος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neúnosný, nesnesitelný, nesnesitelná, nesnesitelné, nesnesitelně, nesnesitelní
ανυπόφορος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieznośny, bezkonkurencyjny, do zniesienia, nie do zniesienia, nieznośna, nieznośnym
ανυπόφορος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elviselhetetlen, kibírhatatlan, tűrhetetlen, insufferable, kiállhatatlan
ανυπόφορος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekilmez, dayanılmaz, katlanılmaz, beğenmiş, insufferable
ανυπόφορος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нестерпний, у, в, злетів-на, на, між-на, обіді-на, нестерпна, нестерпне, болісний, нестерпну
ανυπόφορος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i padurueshëm, padurueshëm, i rëndë, tepër i rëndë, i padurueshëm për
ανυπόφορος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непоносим, непоносима, непоносимо, нетърпимо, непоносими
ανυπόφορος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
невыносны, нясцерпны, нязносны
ανυπόφορος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
talumatu, võimatu, Ebapüsiv, talumatust
ανυπόφορος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepodnošljiv, nepodnošljiva, arogantan, uobražen, povremeno nepodnošljiv
ανυπόφορος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
insufferable
ανυπόφορος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepakenčiamas, Nieznośny, abuojas, Neciešams, Utrapiony
ανυπόφορος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neciešams, neciešamu, nepanesams
ανυπόφορος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безболна, неиздржлив, неподнослива
ανυπόφορος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insuportabil, nesuferit, insuportabilă, insufferable, insuportabile
ανυπόφορος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nepodnošljiv
ανυπόφορος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neznesiteľný, nesnesitelný, neznesitelný, neznesiteľné