Λέξη: άνθρακας

Σχετικές λέξεις: άνθρακας

ζωικόσ άνθρακασ, ραδιενεργόσ άνθρακασ, άνθρακας+ενέργεια, δερματικόσ άνθρακασ

Συνώνυμα: άνθρακας

άνθραξ, γαιάνθρακας, κάρβουνο, αέρι από την καύση ανθράκων, καρμπό, ρουμπίνι

Μεταφράσεις: άνθρακας

άνθρακας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coal, carbon, anthrax, charcoal, carbon is

άνθρακας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carbón, carbonero, de carbón, del carbón, el carbón, hulla

άνθρακας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kohle, steinkohle, Kohle, Kohlen, Steinkohle

άνθρακας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charbon, houiller, houille, fusain, le charbon, du charbon, de charbon

άνθρακας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carbone, di carbone, del carbone, il carbone, carboniera

άνθρακας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carvão, de carvão, do carvão, o carvão, hulha

άνθρακας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steenkool, kolen, kool, voor Kolen, Coal

άνθρακας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уголь, углепромышленность, уголек, обугливаться, тазобедренный, угля, угольной, угольных, угольная

άνθρακας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kull, av kull, kullet, kull-

άνθρακας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kol, stenkols, kol-, stenkol, kolet

άνθρακας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiili, kivihiili, hiilen, kivihiilen, hiili-

άνθρακας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kul, kul-, af kul, stenkul

άνθρακας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uhel, uhelný, uhlí, uhelného, uhelné

άνθρακας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
węgiel, bunkrować, węglowy, węgla, węgla kamiennego, węglowego

άνθρακας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szén, a szén, szén-, szenet, kőszén

άνθρακας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kömür, kömürü, kömürün, taş kömürü

άνθρακας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обвуглюватися, вугільний, вугілля

άνθρακας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qymyrguri, thëngjill, qymyr, qymyrit, qymyri

άνθρακας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въглищен, каменни въглища, въглища, въглищата, на въглища

άνθρακας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вугаль, уголь

άνθρακας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kivisüsi, süsi, söe, kivisöe, söe-

άνθρακας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugljen, ugljena, ugalj, coal, uglja

άνθρακας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kol, kolum, kola

άνθρακας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
carbo

άνθρακας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anglis, akmens anglių, anglies, anglių, anglys

άνθρακας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akmeņogles, ogle, ogles, ogļu, akmeņogļu, coal

άνθρακας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јаглен, јагленот, на јаглен, за јаглен

άνθρακας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cărbune, cărbunelui, de cărbune, carbune, cărbunele

άνθρακας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oglje, premog, premoga, coal, premogov

άνθρακας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uhlie, uhlí, uhlia, pre uhlie
Τυχαίες λέξεις