Приноравливать στα ελληνικά
Μετάφραση: приноравливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμόζω, ρυθμίζω, αποδέχομαι, υιοθετώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ταιριάζουν, χωράει στην, χωρέσει σε
Μεταφράσεις
- богоотступничество στα ελληνικά - αποστασία, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
- болид στα ελληνικά - βολίδα, bolide
- веско στα ελληνικά - με, με το, με την, με τις, με τα
- губка στα ελληνικά - σφουγγάρι, επιτελείο, σπόγγου, σπόγγο, σπόγγος
Τυχαίες λέξεις
Приноравливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμόζω, ρυθμίζω, αποδέχομαι, υιοθετώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ταιριάζουν, χωράει στην, χωρέσει σε
Μεταφράσεις: προσαρμόζω, ρυθμίζω, αποδέχομαι, υιοθετώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ταιριάζουν, χωράει στην, χωρέσει σε