Εντολή στα αγγλικά

Μετάφραση: εντολή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
order, command, mandate, injunction, instruction, commandment
Εντολή στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εντολή

order
  • παραγγελία
  • τάξη
  • προσταγή
  • σύστημα
  • κανόνας
  • εντολή
behest
  • εντολή
  • διαταγή
command
  • εντολή
  • διοίκηση
  • προσταγή
  • διαταγή
  • ηγεσία
  • κυριαρχία
mandate
  • εντολή
  • διαταγή
  • πληρεξούσιο
precept
  • δίδαγμα
  • εντολή
  • κανόνας
  • ηθικό δίδαγμα
prescript
  • διαταγή
  • επιταγή
  • εντολή
assignment
  • εκχώρηση
  • ανατέθεν έργο
  • ανάθεση εργασίας
  • εντολή
assignation
  • ραντεβού
  • συνέντευξη
  • διορισμός
  • εντολή
commandment
  • εντολή
instruction
  • εντολή
  • οδηγία
  • κατάρτιση
requisition
  • επίταξη
  • εντολή
  • απαίτηση
prescription
  • συνταγή
  • προδιαγραφή
  • συνταγή γιατρού
  • οδηγία
  • εντολή
  • δικαίωμα

Σχετικές λέξεις: εντολή

εντολή συνώνυμα, εντολή σαμαρά, εντολή επίδοσης υπερχρεωμένα, εντολή πληρωμής, εντολή ipconfig, εντολή λεξικό γλώσσας αγγλικά, εντολή στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εντελώς στα αγγλικά - quite, altogether, completely, entirely, totally
  • εντοιχισμένος στα αγγλικά - fitted, flush-mounted, a built, built into the wall, has a built
  • εντολοδόχος στα αγγλικά - assignee, representative, authorized representative, agent, trustee
  • εντομή στα αγγλικά - incision, groove, slot, notch, indentation
Τυχαίες λέξεις
Εντολή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: order, command, mandate, injunction, instruction, commandment