Принципиальный στα ελληνικά
Μετάφραση: принципиальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγετικός, θεμελιώδης, ουσιώδης, αρχών, ηθική, σε αρχές, με αρχές, βασισμένη σε αρχές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барий στα ελληνικά - βάριο, βαρίου, του βαρίου, το βάριο
- бугорчатый στα ελληνικά - σιδηματώδης, κονδυλόρριζων, κονδυλώδη, κονδυλώδεις, κονδυλωδών
- гулять στα ελληνικά - έχε, σουλατσάρω, περπατώ, έχω, έργο, σεργιανίζω, παριστάνω, ...
- досаждать στα ελληνικά - ενοχλώ, ερεθίζω, πικάρω, τσαντίζω, πειράζω, νΕΧ
Τυχαίες λέξεις
Принципиальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγετικός, θεμελιώδης, ουσιώδης, αρχών, ηθική, σε αρχές, με αρχές, βασισμένη σε αρχές
Μεταφράσεις: ηγετικός, θεμελιώδης, ουσιώδης, αρχών, ηθική, σε αρχές, με αρχές, βασισμένη σε αρχές