Приползать στα ελληνικά
Μετάφραση: приползать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρνομαι, έρπω, μπουσουλάω, κόλακας, σύρομαι, σύρσιμο, διογκώσουν, διογκώσουν το, να διογκώσουν, συρθεί επάνω, ερπυσμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алогичный στα ελληνικά - παράλογος, παράλογο, παράλογη, λογικό, παράλογες
- бойкотировать στα ελληνικά - μαύρος, μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
- вводный στα ελληνικά - εισαγωγικός, εισαγωγικό, εισαγωγική, εισαγωγικές, εισαγωγή, εισαγωγικά
- гарнитура στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, Ακουστικά, Ακουστικό, Headset, ακουστικού
Τυχαίες λέξεις
Приползать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρνομαι, έρπω, μπουσουλάω, κόλακας, σύρομαι, σύρσιμο, διογκώσουν, διογκώσουν το, να διογκώσουν, συρθεί επάνω, ερπυσμός
Μεταφράσεις: σέρνομαι, έρπω, μπουσουλάω, κόλακας, σύρομαι, σύρσιμο, διογκώσουν, διογκώσουν το, να διογκώσουν, συρθεί επάνω, ερπυσμός