Λέξη: διάγραμμα
Σχετικές λέξεις: διάγραμμα
διάγραμμα κάλυψης, διάγραμμα δόμησης, διάγραμμα διασποράς, διάγραμμα moody, διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων, διάγραμμα gantt, διάγραμμα ροής, διάγραμμα fast, διάγραμμα κλάσεων, διάγραμμα ροής δεδομένων
Συνώνυμα: διάγραμμα
πίνακας, λογιστικό σχέδιο, ναυτικός χάρτης, χάρτης υδρογραφικός, χαρτογραφία, γραφική παράσταση, σχηματική παράσταση
Μεταφράσεις: διάγραμμα
διάγραμμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chart, diagram, graph, diagram of, Figure
διάγραμμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carta, gráfico, diagrama, tabla, cuadro
διάγραμμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tabelle, schaubild, diagramm, Grafik, Tabelle, Diagramm, Karte, Schaubild
διάγραμμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diagramme, tableau, graphique, table, carte, plaque, tracé
διάγραμμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tabella, grafico, diagramma, tabella di, carta
διάγραμμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gráfico, carta, quadro, gráfico de, tabela
διάγραμμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tabel, grafiek, Zandloperdiagram, kaart, diagram
διάγραμμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
черчение, карта, сланец, график, схема, диаграмма, чертеж, таблица, диаграммы
διάγραμμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tabell, diagram, diagrammet, kartet, kart, figuren
διάγραμμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tabell, diagrammet, diagram, schema, Bell
διάγραμμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kartta, kartoittaa, piirros, taulukko, kaavio, Tiimalasikaavio, chart, kaavion, kaaviossa
διάγραμμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diagram, Timeglasvisning, anetræ, diagrammet, chart
διάγραμμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diagram, karta, graf, nákres, mapa, tabulka, schéma, schéma Schéma
διάγραμμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tabelka, plansza, wykres, znaczyć, tablica, schemat, tabela, mapować, mapa, Tabela, chart, wykresu
διάγραμμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diagram, táblázat, kör, Könyv az, chart
διάγραμμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çizelge, grafik, Chart, Şahsı, senedi grafik, grafiği
διάγραμμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
креслення, карта, таблиця, діаграма, схема, графік, договірна Графік, Досвід
διάγραμμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tabelë, grafiku, chart, grafikun, grafik
διάγραμμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
карта, диаграма, графика, таблица, графиката, диаграмата
διάγραμμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
графік
διάγραμμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edetabel, kaardistama, diagramm, skeem, graafik, chart, diagrammi, tabel
διάγραμμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijagram, zemljovid, karta, grafikon, grafikona, chart
διάγραμμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mynd, graf, Myndin, myndinni, töfluna
διάγραμμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diagrama, schema, diagramos, diagramą, lentelė
διάγραμμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diagramma, diagrammas, diagrammu, shēma, chart
διάγραμμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шема, табела, табелата, графикон, карта
διάγραμμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diagramă, graficul, grafic, chart, diagrama
διάγραμμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diagram, grafikon, grafikona, graf, chart
διάγραμμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
schéma, nákres, diagram, graf
Στατιστικά δημοτικότητας: διάγραμμα
Τυχαίες λέξεις