Λέξη: αθωότητα
Σχετικές λέξεις: αθωότητα
αθωότητα των μουσουλμάνων youtube, αθωότητα αντώνυμο, αθωότητα λεξικό, αθωότητα των μουσουλμάνων, αθωότητα αποφθέγματα, παιδική αθωότητα, αθωότητα συνώνυμο, ένοχη αθωότητα, αθωότητα αγγλικά, αθωότητα ορισμός
Συνώνυμα: αθωότητα
αθωότης
Μεταφράσεις: αθωότητα
αθωότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
innocence, innocence of, innocent
αθωότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inocencia, la inocencia, inocente, inocencia de
αθωότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arglosigkeit, unschuld, Unschuld, Unschulds, Unschuld zu, die Unschuld
αθωότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pureté, innocence, candeur, chasteté, naïveté, ignorance, simplicité, l'innocence, d'innocence
αθωότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
innocenza, innocence, l'innocenza, dell'innocenza, innocente
αθωότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inocência, innocence, a inocência, infância innocence, inocente
αθωότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onschuld, onbedorvenheid, de onschuld, onschuld te, onschuldig
αθωότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
простота, глупость, безупречность, безвредность, невиновность, незнание, неискушенность, неповинность, наивность, безукоризненность, невинность, целомудрие, чистота, безгрешность, простодушие, девственность, невиновности, невинности
αθωότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uskyldighet, uskyld, uskyldig, uskyldige, uskylden
αθωότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oskuld, oskyldig, harmlöshet, oskyldighet, är oskyldig
αθωότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viattomuus, syyttömyys, viattomuutta, viattomuuden, syyttömyydestä, syyttömyyttään
αθωότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uskyld, uskyldighed, uskyldig, uskyldsformodning
αθωότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neznalost, naivita, nevina, nevinnost, prostota, nevinnosti
αθωότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prostota, naiwność, dziewiczość, niewinność, ignorancja, nieszkodliwość, niewinności, innocence
αθωότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ártatlanság, ártatlanságát, az ártatlanság, ártatlan, ártatlanságán
αθωότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suçsuzluk, saflık, masumiyet, masum, innocence, masumiyeti
αθωότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удача, земля, невинність, безвинність, цноту, цнотливість, невинность
αθωότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pafajësi, pafajësinë, pafajësia, pafajësisë, pafajësinë e
αθωότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невинност, невиновност, невинността, невинен
αθωότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нявіннасць, нявіннасьць, нявіннасці, цноту, нянавісць
αθωότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süütus, presumptsiooni, presumptsioon, süütuse, süütust
αθωότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nevinost, nevinosti, je nevinost, nedužnost
αθωότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sakleysi
αθωότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naivumas, nekaltumas, tyrumas, nekaltybė, nekaltumo, nekaltumą
αθωότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nevainīgums, nevainība, šķīstība, vientiesība, nevainību, nevainīgumu, nevainīguma
αθωότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
невиност, невин, е невин, невиноста, невини
αθωότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inocenţă, nevinovăție, nevinovăția, nevinovăției, inocenta, inocența
αθωότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nedolžnost, nedolžnosti, innocence, nedolžnost pa, nedolžno
αθωότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nevina, nevinnosť, neviny
Στατιστικά δημοτικότητας: αθωότητα
Τυχαίες λέξεις