Припустить στα ελληνικά

Μετάφραση: припустить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδέχομαι, μαντεύω, εικασία, αφήνω, παραχωρώ, υποπτεύομαι, εισάγω, υποτίθεται, ενοικιάζομαι, υποθέτω, προϋποθέτω, pripustit
Припустить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аксиома στα ελληνικά - αξίωμα, το αξίωμα, αξιώματος, αξίωμα του, αξιωμάτων
  • апеллировать στα ελληνικά - τραβώ, έφεση, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
  • величественно στα ελληνικά - υπερήφανα, μεγαλοπρεπώς, μεγαλόπρεπα, επιβλητική, μεγαλοπρέπεια, με μεγαλοπρέπεια
  • желторотый στα ελληνικά - πράσινος, άπειρος, άπειρους, άπειροι, άπειρο, πείρα
Τυχαίες λέξεις
Припустить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδέχομαι, μαντεύω, εικασία, αφήνω, παραχωρώ, υποπτεύομαι, εισάγω, υποτίθεται, ενοικιάζομαι, υποθέτω, προϋποθέτω, pripustit