Присвистывать στα ελληνικά
Μετάφραση: присвистывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφυρίχτρα, σφύριγμα, σφυρίζω, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- водоспуск στα ελληνικά - φράγμα, υδατοφράκτη, πόρτα υδροφράκτη
- вольность στα ελληνικά - οικειότητα, ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
- ворчун στα ελληνικά - γρινιάρης, μουρμούρης
- дежурный στα ελληνικά - τακτικός, ομαλός, μετά, επόμενος, δασμός, φόρος, δασμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Присвистывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφυρίχτρα, σφύριγμα, σφυρίζω, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Μεταφράσεις: σφυρίχτρα, σφύριγμα, σφυρίζω, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα