Λέξη: καταυλισμός

Σχετικές λέξεις: καταυλισμός

νομισματοκοπείο καταυλισμός, καταυλισμός βικιλεξικο, καταυλισμός ρομά χαλάνδρι, καταυλισμός στα αγγλικα, καταυλισμόσ μετάφραση στα αγγλικά, καταυλισμός ρομά λυκόβρυση, καταυλισμός χαλάνδρι, καταυλισμός σημασια, καταυλισμός προσφύγων, καταυλισμόσ ρομά

Μεταφράσεις: καταυλισμός

καταυλισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
encampment, camp, settlement, camp is, camp was

καταυλισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
campamento, campo, campo de, campamento de, el campamento

καταυλισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lager, Lager, Camp, Lagers

καταυλισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
campement, camp, camping, camp de, le camp, camps

καταυλισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
campo, accampamento, campo di, campeggio, camp

καταυλισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acampamento, campo, campo de, camp, acampamento de

καταυλισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kamp, camping, camp, het kamp, leger

καταυλισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лагерь, стоянка, табор, лагеря, лагере, кемпинг, лагерем

καταυλισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
camp, leir, leiren

καταυλισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läger, lägret, camp

καταυλισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leiri, leirin, leirintäaluetta, leiriin, leirillä

καταυλισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
camping, lejr, lejren, camp, campingplads

καταυλισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ležení, tábor, táboření, tábořiště, kemp, camp, stanování

καταυλισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obozowanie, obozowisko, obóz, obozu, camp, namiotowe, campingi

καταυλισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
táborozás, tábor, kemping, tábori, táborban, táborba

καταυλισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kamp, kampı, camp, kampında, bir kamp

καταυλισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стоянка, табір, табору

καταυλισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kamp, kampi, kampit, kampin, kampi i

καταυλισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лагер, къмпинг, лагера, лагери

καταυλισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лагер, лягер, летнік

καταυλισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
telklaager, laagriplats, laager, laagris, laagri, laagrisse, leeri

καταυλισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kamp, kampova, kampovima, logor, kampovi

καταυλισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Tjaldvagnar, Tjaldsvæðið, herbúðir, búðunum, búðum

καταυλισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stovyklavietė, stovyklavimas, stovykla, Camp, stovyklos, stovykloje, stovyklą

καταυλισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nometne, nometnes, nometnē, nometni, camp

καταυλισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
камп, логор, кампот, логорот, стана

καταυλισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
camping, tabără, tabara, tabara de, tabără de

καταυλισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kamp, tabor, Camp, tabora

καταυλισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kemp, kemping
Τυχαίες λέξεις