Прискучить στα ελληνικά

Μετάφραση: прискучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουράζω, εξαντλώ, πλήττω, κουρασμένος, εξαντλημένος, priskuchit
Прискучить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ацетилен στα ελληνικά - ασετυλίνη, ακετυλένιο, ακετυλενίου, το ακετυλένιο, ασετυλίνης
  • вдавливать στα ελληνικά - πιέζω, πρεσάρω, εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βαθούλωμα, Dent, ...
  • взметнуть στα ελληνικά - φτεροκοπώ, τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
  • грамотность στα ελληνικά - αρμοδιότητα, αλφαβητισμού, παιδεία, γραμματισμού, παιδείας, γραμματισμός
Τυχαίες λέξεις
Прискучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουράζω, εξαντλώ, πλήττω, κουρασμένος, εξαντλημένος, priskuchit