Λέξη: κερδοσκοπώ

Συνώνυμα: κερδοσκοπώ

αισχροκερδώ, σκέπτομαι, θεωρώ, διαλογίζομαι

Μεταφράσεις: κερδοσκοπώ

κερδοσκοπώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speculate, profiteer

κερδοσκοπώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especular, acaparador, aprovechado, especulador, especulador de, profiteer

κερδοσκοπώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spekulieren, überlegen, nachdenken, meditieren, Geschäftemacher, Wucherer, Profitmacher

κερδοσκοπώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
songer, spéculent, spéculez, raisonner, spéculer, tripoter, envisager, spéculons, réfléchir, s'interroger, méditer, contempler, accaparer, profiteur, profité, profité de, profiteurs, profiteuse

κερδοσκοπώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meditare, speculare, riflettere, profittatore, approfittatore, profiteer, speculatore, affarista

κερδοσκοπώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espectador, especular, aproveitador, especulador, profiteer, especulador de, explorador

κερδοσκοπώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woekerwinstmaker, profiteur, zakkenvuller, woekeraar

κερδοσκοπώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раздумывать, обдумывать, спекулировать, размышлять, спекулянт, спекулянтом, разжиться, спекулянта

κερδοσκοπώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spekulere, profitør

κερδοσκοπώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
profit, profitören, profitör

κερδοσκοπώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
miettiä, havitella, arvuutella, keinotella, keinottelija

κερδοσκοπώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spekulant

κερδοσκοπώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bádat, hloubat, přemýšlet, přemítat, spekulovat, uvažovat, zbohatlík

κερδοσκοπώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spekulować, rozmyślać, rozważać, paskarz, spekulant, geszefciarz, paskować

κερδοσκοπώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyerészkedik, nyerészkedő, haszonszerző, haszonszerző is, feketézik

κερδοσκοπώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vurguncu, profiteer, vurguncudur, vurgunculuk, fırsatçılık yapmak

κερδοσκοπώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роздумувати, роздумайте, міркувати, спекулювати, спекулянт

κερδοσκοπώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spekulator, spekuloj, afarist

κερδοσκοπώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулант, печалбар

κερδοσκοπώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спекулянт, спэкулянт

κερδοσκοπώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oletama, spekulant, liigkasu, liigkasu saama, hangeldama, Keinottelija

κερδοσκοπώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umovati, istraživati, razmišljati, teoretizirati, profiter, profiterom, biti profiter, pretržac, šiber

κερδοσκοπώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
profiteer

κερδοσκοπώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spekuliantas, Paskarz, Spekulant, Spekulants, Geszefciarz

κερδοσκοπώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spekulants, spekulēt

κερδοσκοπώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
профитер

κερδοσκοπώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
profitor, speculant, profitor de, profitorilor, face speculă

κερδοσκοπώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobičkar, Profiter

κερδοσκοπώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zbohatlík
Τυχαίες λέξεις