Λέξη: πληθώρα

Σχετικές λέξεις: πληθώρα

πληθώρα στα αγγλικα, πληθώρα πληροφοριών, πληθώρα συνώνυμα, πληθώρα συνώνυμο, πληθώρα λεξικο, η πληθώρα, πληθώρα πτυχιούχων

Συνώνυμα: πληθώρα

περίσεια

Μεταφράσεις: πληθώρα

πληθώρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spate, riot, plethora, plurality, variety, plethora of, multitude

πληθώρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
motín, plétora, gran cantidad, gran variedad, multitud, gran número

πληθώρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
orgie, witz, randalieren, volksaufruhr, aufstand, blütenscheide, ausschweifung, scherz, ausschreitung, krawall, aufruhr, zusammenrottung, tumult, flut, Fülle, Vielzahl, Unmenge, riesige Auswahl, Plethora

πληθώρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gobichonner, crue, nocer, orgie, mutiner, révolter, bambocher, bagarre, invasion, débauche, émeute, soulever, pléthore, multitude, foule, surabondance

πληθώρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inondazione, pletora, miriade, moltitudine, gran numero, molteplicità

πληθώρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
motim, orgia, bacanal, enxaguar, pletora, infinidade, variedade, multiplicidade, plethora

πληθώρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
getier, herrie, spektakel, tumult, drinkgelag, rel, roerigheid, zwelgpartij, rustverstoring, orgie, overvloed, grote verscheidenheid, grote verscheidenheid aan, groot aanbod, veelheid

πληθώρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поток, бунтовать, буянить, излияние, дебош, бунт, наплыв, мятеж, наводнение, ливень, прилив, набуянить, изобилие, множество, полнокровие, избыток, обилие

πληθώρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overflod, mengde, overfloden, mangfold

πληθώρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppsjö, plethora, mängd, överflöd, massor

πληθώρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juopotella, hälinä, paljon, mellakka, äläkkä, irstailu, metakka, yletön määrä, lukuisia, lukuisat, yletön, valtavan

πληθώρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overflod, væld, utal, overfloden, mangfoldighed

πληθώρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpoura, povodeň, záplava, hýřit, vzbouřit, bouřit, přehršel, přemíra, Nadbytek, plethora, nepřeberné

πληθώρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
buntować, wybujać, seria, wykroczenie, ruchawka, szaleć, zalew, bunt, powódź, hulać, nadmiar, bogactwo, mnóstwo, plethora, multum

πληθώρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csendháborítás, lázongás, bővérűség, rengeteg, nagyszámú, számtalan, özönét

πληθώρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kargaşalık, sefahat, bolluk, plethora, bolluğu, çokluğu, kan toplanması

πληθώρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полоскання, достаток, масу, велика кількість, розмаїття

πληθώρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trazirë, bollëk, bollëk të, Bollëku

πληθώρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наводнение, бунт, излишество, преситеност, множество, изобилие, плетора

πληθώρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багацце, багацьце, дастатак, надмернасьць

πληθώρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märatsema, tänavarahutus, mäss, üleküllus, hulk, paljude, rohke, terve hulk

πληθώρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nered, bjesnjeti, bujica, bučati, razuzdanost, džumbus, prezasićenost, punokrvnost, mnoštvo, pletora, razna

πληθώρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upphlaup, at, ofgnótt

πληθώρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
orgija, pilnakraujystė, gausybė, gausa, daugybės

πληθώρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
orģija, pārpilnība, lielais, visdažādāko, kas visdažādāko

πληθώρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плетеницата, плетора, прекумерноста, огромен број, изобилство

πληθώρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orgie, pletoră, serie, multitudine, mulțime, plethora

πληθώρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
množico, obilice, obilica, cela, množica

πληθώρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priehrštie, přehršel
Τυχαίες λέξεις