Прислушиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: прислушиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Прислушиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авиамотор στα ελληνικά - αεροκινητήρας, αναλογίας αέρα, της αναλογίας αέρα
  • верзила στα ελληνικά - γαϊτανάκι
  • дворник στα ελληνικά - επιστάτης, θυρωρός, επιστάτη, janitor, φύλακα
  • долбить στα ελληνικά - συλλέγω, κασμάς, μαζεύω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Прислушиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε