Λέξη: μνησικακία

Σχετικές λέξεις: μνησικακία

μνησικακία ετυμολογία, μνησικακία τι σημαινει, μνησικακία βικιπαιδεια, μνησικακία λεξικο, μνησικακία συνώνυμο

Συνώνυμα: μνησικακία

άχτι, κακία, μοχθηρία, χαιρεκακία, κακεντρέχεια, έχθρα, εχθροπάθεια, μίσος, δυσαρέσκεια

Μεταφράσεις: μνησικακία

μνησικακία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rancour, resentment, grudge, rancor, malice, a grudge

μνησικακία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rencor, resentimiento, pique, indignación, escama, hipo, encono, grudge

μνησικακία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hass, feindseligkeit, ärger, groll, Groll, grudge, nachtragend, nachtragen, Missgunst

μνησικακία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déplaisir, rancoeur, répulsion, antipathie, liarder, animadversion, ressentiment, envier, haine, animosité, aversion, rancune, dépit, colère, dégoût, jalouser, dent, la rancune, en vouloir, de rancune

μνησικακία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruggine, invidiare, rancore, risentimento, astio, grudge, broncio

μνησικακία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rancor, ressentimento, grudge, ressentimentos, invejar

μνησικακία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wraakzucht, wraakgierigheid, haatdragendheid, rancune, wrok, Grudge, wrok koesteren, afgunst

μνησικακία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недовольство, неудовлетворение, зависть, обида, неудовольствие, злость, злоба, негодование, возмущение, обиды, обиду

μνησικακία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
misunne, nag, uvilje, grudge, forbannelsen, sterkt nag

μνησικακία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
agg, harm, ovilja, grudge, groll

μνησικακία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauna, känä, katkeruus, mielipaha, Grudge, kaunaa, kateus, kadehtia

μνησικακία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nag, grudge, horn i siden, horn, uvilje

μνησικακία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
závidět, skrblit, nevraživost, zloba, zaujatost, odpor, nevole, rozmrzelost, zášť, zlost, Grudge

μνησικακία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przykrości, zazdrościć, uraza, żałować, niechęć, gniew, rozżalenie, złość, oburzenie, szczędzić, przykrość, obraza, skąpić, żal, grudge, pretensje

μνησικακία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbántódás, harag, ellenszenv, haragot, az ellenszenv, haragszik

μνησικακία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kin, hınç, haset, garez, esirgemek

μνησικακία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незадоволення, образливий, ображений, обурений, скривджений, заздрість, невдоволення, злобно, незадоволеність

μνησικακία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëri, armiqësi, e ushqe mërinë, ushqe mërinë, hakmarrje

μνησικακία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
злоба, недоволство, зъб, лоши чувства, неприязън

μνησικακία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
незадаволенасць, незадавальненне, незадаволенасьць, нездавальненне, нездаволенасць

μνησικακία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vimm, käegalöömine, minnalaskmine, vimma, grudge, kadestama, Kateus

μνησικακία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jad, mržnja, srdžba, gunđati, zloba, ljutnja, neraspoloženje, neprijateljstvo, zavidjeti, inat, kivnost, Grudge

μνησικακία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
langrækinn

μνησικακία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gailėti, pavydas, Pagieža, jausti nepasitenkinimą, nenorom duoti

μνησικακία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaust, skaudība, grudge, nenovēlēt, nepatika

μνησικακία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
злоба, одрекувам, нетрпеливост, Grudge, чувствувал омраза

μνησικακία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
resentiment, pică, ranchiună, pica, ranchiuna, dușmănie

μνησικακία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Bastard, grudge, Zavidjeti

μνησικακία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zášť, nenávisť, zast, hnev, závisť
Τυχαίες λέξεις