Приступиться στα ελληνικά
Μετάφραση: приступиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλευρίζω, πηγαίνω, προσεγγίζω, προσέγγιση, πλησιάζω, μέθοδος, διπλαρώνω, πάλη, περίοδο, αγώνα, περίοδος, περίοδό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вешалка στα ελληνικά - ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, ...
- выдавливать στα ελληνικά - πιέζω, δύναμη, πρεσάρω, εξαναγκάζω, βία, σφίξιμο, συμπίεση, ...
- вьетнамка στα ελληνικά - Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
- дисгармония στα ελληνικά - βαζάκι, έλλειψη αρμονίας, δυσαρμονία, δυσαρμονίας, η δυσαρμονία, τη δυσαρμονία
Τυχαίες λέξεις
Приступиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλευρίζω, πηγαίνω, προσεγγίζω, προσέγγιση, πλησιάζω, μέθοδος, διπλαρώνω, πάλη, περίοδο, αγώνα, περίοδος, περίοδό
Μεταφράσεις: πλευρίζω, πηγαίνω, προσεγγίζω, προσέγγιση, πλησιάζω, μέθοδος, διπλαρώνω, πάλη, περίοδο, αγώνα, περίοδος, περίοδό