Присудить στα ελληνικά

Μετάφραση: присудить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορηγώ, αποφαίνομαι, βραβείο, προσφέρω, συσκέπτομαι, κατακυρώνω, απονέμω, επιδικάζω, δικάζω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής
Присудить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взрывоопасный στα ελληνικά - πτητικός, πτητικών, πτητικές, πτητικό, πτητικά
  • выручать στα ελληνικά - διάσωση, ανακουφίζω, φέρνω, διασώζω, ξαλαφρώνω, διάσωσης, τη διάσωση, ...
  • дружелюбие στα ελληνικά - φιλία, φιλικότητα, τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς, χρήστες βρίσκουν τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς το
  • жидковатый στα ελληνικά - υγρός, αδύναμος, βουρκωμένος, νερουλός, ανίσχυρος, υδαρής, υδαρή, ...
Τυχαίες λέξεις
Присудить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορηγώ, αποφαίνομαι, βραβείο, προσφέρω, συσκέπτομαι, κατακυρώνω, απονέμω, επιδικάζω, δικάζω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής