Прихлебывать στα ελληνικά
Μετάφραση: прихлебывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργοπίνω, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аванпост στα ελληνικά - προφυλακή, φυλάκιο, προκεχωρημένο φυλάκιο, φυλακίου, προπύργιο
- болиголов στα ελληνικά - κώνειο, hemlock, το κώνειο, κώνειον, τσούγα
- вмешивать στα ελληνικά - εμπλέκω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
- женщина-охотник στα ελληνικά - κυνηγός, Huntress, κυνηγό
Τυχαίες λέξεις
Прихлебывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργοπίνω, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
Μεταφράσεις: αργοπίνω, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP