Λέξη: αδιαμφισβήτητος
Σχετικές λέξεις: αδιαμφισβήτητος
αδιαμφισβήτητος στα αγγλικά, αδιαμφισβήτητος συνώνυμο, αδιαμφισβήτητος συνώνυμα, αδιαμφισβήτητοσ ετυμολογια
Συνώνυμα: αδιαμφισβήτητος
τελειωτικός, πειστικός, αναμφισβήττητος, αδιαφιλονίκητος, ανεξέταστος, αναμφίσβητος
Μεταφράσεις: αδιαμφισβήτητος
αδιαμφισβήτητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conclusive, indisputable, unquestioned, uncontested, incontrovertible, undisputed
αδιαμφισβήτητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indiscutible, indisputable, incuestionable, indiscutibles, irrefutable
αδιαμφισβήτητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlüssig, endgültig, unbestreitbar, unstrittig, unumstritten, unanfechtbar, unbestreitbare
αδιαμφισβήτητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concluant, péremptoire, final, définitif, terminal, indiscutable, incontestable, indéniable, incontestables, indiscutables
αδιαμφισβήτητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indiscutibile, incontestabile, indiscusso, indiscussa, indiscutibili
αδιαμφισβήτητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incontestável, indisputável, indiscutível, inquestionável, indiscutíveis
αδιαμφισβήτητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdoend, onbetwistbaar, onbetwistbare, kijf, buiten kijf, onmiskenbare
αδιαμφισβήτητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решающий, окончательный, заключительный, убедительный, неоспоримый, бесспорный, бесспорным, бесспорно, неоспоримым
αδιαμφισβήτητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
udiskutabel, udiskutabelt, ubestridelig, uomtvistelig, udiskutable
αδιαμφισβήτητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
odiskutabel, obestridligt, odiskutabelt, obestridliga, obestridlig
αδιαμφισβήτητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiistaton, kiistatonta, kiistattomia, kiistämätön
αδιαμφισβήτητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indiskutabelt, ubestridelig, uomtvistelige, indiskutable, ubestrideligt
αδιαμφισβήτητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezvratný, definitivní, konečný, rozhodný, nesporný, nepopiratelný, nespornou, nesporná
αδιαμφισβήτητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostateczny, końcowy, bezsporny, niezaprzeczalny, niepodważalne, niekwestionowanym, bezsporne
αδιαμφισβήτητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitathatatlan, vitathatatlanul, kétségtelen, elvitathatatlan
αδιαμφισβήτητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tartışmasız, tartışılmaz, tartışılmaz bir, tartışmasız bir, tartışma götürmez
αδιαμφισβήτητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикінцевий, переконливий, незаперечний, безперечний, беззаперечний
αδιαμφισβήτητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i padiskutueshëm, padiskutueshme, e padiskutueshme, padiskutueshëm, pakontestueshme
αδιαμφισβήτητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безспорен, неоспорим, безспорна, неоспорима, неоспоримо
αδιαμφισβήτητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бясспрэчны, неаспрэчны, неабвержны
αδιαμφισβήτητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõplik, vaieldamatu, vaieldamatult, vaieldamatud, vaieldamatut
αδιαμφισβήτητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odlučujući, uvjerljiv, neosporan, nesporno, neosporna, nesporna, Neosporno
αδιαμφισβήτητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óumdeilanleg, indisputable, óumdeilanlegt, ótvírætt, ótvíræð
αδιαμφισβήτητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nenuginčijamas, neginčijama, neginčytina, neginčijamas
αδιαμφισβήτητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neapstrīdams, apstrīdams, neapstrīdama, neapstrīdami
αδιαμφισβήτητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неоспорен, неспорен, неспорно, неоспорни, неспорна
αδιαμφισβήτητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incontestabil, indiscutabil, indiscutabilă, incontestabilă, incontestabile
αδιαμφισβήτητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nesporno, nesporna, neizpodbitno, neizpodbitna, nesporni
αδιαμφισβήτητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezvratný, nesporný, nepopierateľný, neodškriepiteľný, nespochybniteľný, nesporné
Τυχαίες λέξεις