Пришёптывать στα ελληνικά
Μετάφραση: пришёптывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψιθυρίζω, ψιθυρισμός, prishёptyvat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензил στα ελληνικά - βενζυλική, βενζυλο, βενζυλ, βενζύλιο, βενζύλ
- вознестись στα ελληνικά - ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, αύξηση, ανεβείτε, ανεβαίνουμε, ανέβει, ...
- волос στα ελληνικά - στοιβάδα, σωρός, μαλλιά, στοίβα, τρίχα, στοιβάζω, μαλλιών, ...
- выборочный στα ελληνικά - επιλεκτικός, εκλεκτικός, επιλεκτική, επιλεκτικής, επιλεκτικό, εκλεκτική
Τυχαίες λέξεις
Пришёптывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψιθυρίζω, ψιθυρισμός, prishёptyvat
Μεταφράσεις: ψιθυρίζω, ψιθυρισμός, prishёptyvat