Пробить στα ελληνικά
Μετάφραση: пробить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβίαση, ρήγμα, αθετώ, παραβιάζω, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Μεταφράσεις
- аттестует στα ελληνικά - βεβαιώνω, πιστοποιώ, Πιστοποίηση, πιστοποιούν, Πιστοποίηση των
- безраздельность στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
- добродетельность στα ελληνικά - ευσυνειδησία, δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, δικαιοσύνη του, τη δικαιοσύνη, δικαιοσύνην
- женоподобный στα ελληνικά - πανσές, θηλυπρεπής, θηλυπρεπείς, θηλυπρεπή, θηλυπρεπές
Τυχαίες λέξεις
Пробить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβίαση, ρήγμα, αθετώ, παραβιάζω, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Μεταφράσεις: παραβίαση, ρήγμα, αθετώ, παραβιάζω, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά