Провеивать στα ελληνικά
Μετάφραση: провеивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, λιχνίζω, λίχνισμα, λιχνιστική, λιχνίσματος, διαχωρισμού με αέρα, διαχωρισμός με αέρα
Μεταφράσεις
- безразмерный στα ελληνικά - διασταλτός, αδιάστατος, αδιάστατη, αδιάστατοι, αδιάστατες, αδιάστατο
- биограф στα ελληνικά - βιογράφος, βιογράφο, ο βιογράφος, βιογράφος του, το βιογράφο
- бруней στα ελληνικά - Μπρουνέι, το Μπρουνέι, του Μπρουνέι, Brunei, Μπρούνεϊ
- впитывание στα ελληνικά - μουσκεύω, απορρόφηση, εμποτίζω, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
Τυχαίες λέξεις
Провеивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, λιχνίζω, λίχνισμα, λιχνιστική, λιχνίσματος, διαχωρισμού με αέρα, διαχωρισμός με αέρα
Μεταφράσεις: ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, λιχνίζω, λίχνισμα, λιχνιστική, λιχνίσματος, διαχωρισμού με αέρα, διαχωρισμός με αέρα