Проветривать στα ελληνικά

Μετάφραση: проветривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέρας, κουρδίζω, αιολική, αερίζω, ατμόσφαιρα, άνεμος, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
Проветривать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безволие στα ελληνικά - έλλειψη βούλησης, έλλειψη θέλησης, έλλειψης βούλησης, η έλλειψη βούλησης, την έλλειψη βούλησης
  • гнедой στα ελληνικά - κόλπος, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
  • голубятня στα ελληνικά - σοφίτα, Περιστερώνας, περιστερώνα, περιστεριώνα, dovecote, τον περιστεριώνα
  • декоративный στα ελληνικά - διακοσμητικός, Διακοσμητικά, διακοσμητικό, διακοσμητικές, διακοσμητική
Τυχαίες λέξεις
Проветривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέρας, κουρδίζω, αιολική, αερίζω, ατμόσφαιρα, άνεμος, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται