Λέξη: σαπούνι

Σχετικές λέξεις: σαπούνι

σαπούνι γάλα γαιδούρας, σαπούνι καστίλλης τιμη, σαπούνι καστίλλης, σαπούνι αμάλθεια, σαπούνι θείου, σαπούνι χωρίς ποτάσα, σαπούνι ελαιολάδου, σαπούνι προσώπου, σαπούνι για ακμή, σαπούνι με τριαντάφυλλο & μαύρο πιπέρι

Συνώνυμα: σαπούνι

σάπων

Μεταφράσεις: σαπούνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
soap, soapy, of soap
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jabonar, enjabonar, jabón, de jabón, jabón de, el jabón, jabones
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einseifen, seife, Seife, Seifen, soap
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rosser, savon, savonner, savonneux, du savon, de savon, au savon, le savon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sapone, insaponare, di sapone, soap, saponi, il sapone
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sabões, sabão, banhar, embeba, empapar, sabonete, de sabão, sabonetes, soap
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zeep, soap, zepen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
намыливать, мылить, мыло, лесть, мылиться, мыльница, мыла, мылом, мыльной, мыльный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
såpe, soap
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
såpa, tvål, soap, tvålen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saippua, saippuoida, saippualla, saippuaa, saippuan, soap
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sæbe, soap, vaskepulver, med vaskepulver
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mýdlo, mydlit, namydlit, mýdlový, mýdla, mýdlová, mydlo, mýdlem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
namydlić, mydlić, namydlać, mydełko, zamydlać, mydło, mydła, soap, myd
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szappan, csúszópénz, szappannal, szappanos, szappant, szappon
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sabun, sabunu, sabunları, soap, sabunlar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мило
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sapun, sapuni, sapun të, sapun i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сапун, сапунена, сапуни, сапуна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мыла, мыло
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seep, seebi, seebiga, seepi, soap
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novac, laskati, sapun, sapuna, sapun za, sapunom, sapuni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sápa, sápu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muilas, išmuilinti, muilo, muilu, muilą, soap
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieziepēt, ziepes, ziepju, ziepēm
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сапунот, сапун, сапунска, сапунски, сапуни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
săpun, spun, sapun, de săpun, săpun de, sãpun
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
milo, soap, mila, milom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mydlo

Στατιστικά δημοτικότητας: σαπούνι

Τυχαίες λέξεις