Проглядывать στα ελληνικά
Μετάφραση: проглядывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομότιμος, περιεργάζομαι, αναθεωρώ, κρυφοκοιτάζω, ερευνώ, κριτική, αγναντεύω, ανασκόπηση, όμοιος, σαρώνω, ανασκοπώ, τιτίβισμα, PEEP, το PEEP, τιτιβίσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благоустраивать στα ελληνικά - ρυθμίζω, προσαρμόζω, κανονίσει, να οργανώσει, φροντίσει σχετικά, κανονίσετε, κανονίσουμε
- вена στα ελληνικά - φλέβα, Βιέννη, Βιέννης, vienna, της Βιέννης, τη Βιέννη
- взгромождать στα ελληνικά - πέρκα, κούρνια, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
- выпутать στα ελληνικά - ξεμπλέκω, extricating, απεγκλωβισμού, απεμπλοκής, απελευθέρωσηε
Τυχαίες λέξεις
Проглядывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομότιμος, περιεργάζομαι, αναθεωρώ, κρυφοκοιτάζω, ερευνώ, κριτική, αγναντεύω, ανασκόπηση, όμοιος, σαρώνω, ανασκοπώ, τιτίβισμα, PEEP, το PEEP, τιτιβίσματος
Μεταφράσεις: ομότιμος, περιεργάζομαι, αναθεωρώ, κρυφοκοιτάζω, ερευνώ, κριτική, αγναντεύω, ανασκόπηση, όμοιος, σαρώνω, ανασκοπώ, τιτίβισμα, PEEP, το PEEP, τιτιβίσματος