Продолжаться στα ελληνικά
Μετάφραση: продолжаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχίζω, φτουρώ, υπομένω, τελευταίος, διαρκώ, αντέχω, συνεχίζομαι, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автократ στα ελληνικά - δεσποτικός, αυτοκράτορας, μονάρχης, απόλυτος μονάρχης, απολυταρχικού, αυτοκράτωρ
- безденежный στα ελληνικά - απένταρος, χρήμα, χωρίς χρήμα, κοινωνία χωρίς χρήμα, μη χρηματική
- беспокойство στα ελληνικά - μπελάς, ταλαιπωρία, αναταραχή, λήψη, ενδιαφέρον, ξέσπασμα, ενοχλώ, ...
- вертящийся στα ελληνικά - στροβιλίζεται, στροβίλισμα, whirling, στροβιλίζονται, στροβιλισμού
Τυχαίες λέξεις
Продолжаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχίζω, φτουρώ, υπομένω, τελευταίος, διαρκώ, αντέχω, συνεχίζομαι, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
Μεταφράσεις: συνεχίζω, φτουρώ, υπομένω, τελευταίος, διαρκώ, αντέχω, συνεχίζομαι, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν