Прожаривать στα ελληνικά

Μετάφραση: прожаривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τηγανίζω, ψήνω, μαρίδα, καβουρδίζω, καβουρντίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο
Прожаривать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анестезирующий στα ελληνικά - αναισθητικό, αναισθητικού, αναισθησία, αναισθητικών, αναισθητική
  • беспересадочный στα ελληνικά - σκηνοθετώ, καθοδηγώ, thro, τα thro
  • бухгалтерия στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
  • деловитость στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, busyness
Τυχαίες λέξεις
Прожаривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τηγανίζω, ψήνω, μαρίδα, καβουρδίζω, καβουρντίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο