Прожорливость στα ελληνικά

Μετάφραση: прожорливость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαιμαργία, αρπακτικότητα, απληστία, αδηφαγία, την απληστία, voracity
Прожорливость στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аудитор στα ελληνικά - ελέγχω, ελεγκτής, ελεγκτή, ελεγκτών, ελεγκτές
  • бесхитростный στα ελληνικά - αφελής, άτεχνος, χαζός, απλοϊκή, άτεχνη, άτεχνο
  • воробей στα ελληνικά - σπουργίτι, σπουργίτης, Sparrow, Σπάροου, σπουργιτιού
  • втихомолку στα ελληνικά - λάθρα, κρυφίως, ύπουλα, αθόρυβα, stealthily
Τυχαίες λέξεις
Прожорливость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαιμαργία, αρπακτικότητα, απληστία, αδηφαγία, την απληστία, voracity