Λαιμαργία στα ρωσικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прожорливость, обжорство, чревоугодие, ненасытность, обжорства
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας ρωσικά, λαιμαργία στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα ρωσικά - контрабанда, контрабанды, контрабандой, незаконный ввоз, контрабанде
- λαθροκυνηγός στα ρωσικά - браконьер, Браконьеры, Poachers, браконьеров
- λαιμός στα ρωσικά - ник, зев, глотка, шея, горловина, горлышко, суживаться, ...
- λακκάκι στα ρωσικά - ямочка, рябь, углубление, вмятина, вмятина и, ямочки
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: прожорливость, обжорство, чревоугодие, ненасытность, обжорства
Μεταφράσεις: прожорливость, обжорство, чревоугодие, ненасытность, обжорства