Λέξη: τσιφλικάς
Συνώνυμα: τσιφλικάς
άρχων, ειρηνοδίκης, ακόλουθος ιππότου, άρχοντας, συνοδός
Μεταφράσεις: τσιφλικάς
τσιφλικάς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
squire, big landowner, landowner
τσιφλικάς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escudero, Squire, hacendado, terrateniente
τσιφλικάς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knappe, Knappe, Gutsherr, Knappen, Schildknappe, Squire
τσιφλικάς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
châtelain, noble, chaperonner, écuyer, squire, chevalier, hobereau
τσιφλικάς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
possidente, scudiero, scudiere, signorotto, gentiluomo
τσιφλικάς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escudeiro, Squire, latifundiário, fidalgo, escudeiro de
τσιφλικάς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
chaperonneren, schildknaap, Squire, jonker, landheer
τσιφλικάς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оруженосец, сквайр, помещик, барин, Squire, оруженосцем
τσιφλικάς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
godseier, væreieren, væreierens, væreier, squire
τσιφλικάς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patron, väpnare, godsägaren, Squire, vapendragare, väpnaren
τσιφλικάς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kartanonherra, Squire, moisionherra, Kartanonherran, junkkari
τσιφλικάς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Squire, væbner, godsejer, junkeren, herremand
τσιφλικάς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šlechtic, statkář, zeman, Squire, panoš, panoši
τσιφλικάς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szlagon, ziemianin, dziedzic, giermek, szlachcic, squire
τσιφλικάς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyvernök, pajzshordó, földesúr, békebíró, Squire, A Squire, fegyvernöke
τσιφλικάς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bey, squire, köyün ağası, köy ağası, toprak sahibi
τσιφλικάς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поміщик, зброєносець, зброєноша, чоловік ніс, джура, його зброєноша
τσιφλικάς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shqytar, pronar toke, kështjellar
τσιφλικάς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оръженосец, скуайър, Squire, земевладелец, знатни земевладелци
τσιφλικάς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збраяносец, зброеносец
τσιφλικάς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõisahärra, squire, mõisnik, saks, kannupoissi
τσιφλικάς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kavalir, posjednik, vlastelin, štitonoša, squire
τσιφλικάς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Óðalsbóndi, Squire
τσιφλικάς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ginklanešys, asistuoti, Squire, dvarininkas, ponas
τσιφλικάς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skvairs, ieroču nesējs, muižnieks, pavadīt
τσιφλικάς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
племеник, помошничка, Squire, помошник, за помошник
τσιφλικάς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moșier, Squire, scutier, scutierul, boierului
τσιφλικάς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Kavalir, Squire, Štitonoša
τσιφλικάς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
statkár, zeman, statkář, sedliak