Производить στα ελληνικά
Μετάφραση: производить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημιουργώ, εκφωνώ, παράγομαι, δουλειά, υποφέρω, κάνω, εργασία, εργάζομαι, παράγω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, δουλεύω, γεννώ, παραδίδω, γεννοβολώ, προέρχομαι, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биение στα ελληνικά - δέρνω, εγκεφαλικό, καρδιοχτύπι, παλλόμενος, χτυπώ, χτύπημα, νικώ, ...
- выесть στα ελληνικά - vyest
- голубь στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριών, περιστερώνα, περιστεριού, περιστεριώνες
- гренок στα ελληνικά - τοστ, πρόποση, φρυγανιά, φρυγανιές, ψωμί
Τυχαίες λέξεις
Производить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημιουργώ, εκφωνώ, παράγομαι, δουλειά, υποφέρω, κάνω, εργασία, εργάζομαι, παράγω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, δουλεύω, γεννώ, παραδίδω, γεννοβολώ, προέρχομαι, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Μεταφράσεις: δημιουργώ, εκφωνώ, παράγομαι, δουλειά, υποφέρω, κάνω, εργασία, εργάζομαι, παράγω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, δουλεύω, γεννώ, παραδίδω, γεννοβολώ, προέρχομαι, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί